κατατιτρώσκω

κατατιτρώσκω
κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. τού τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τιτρώσκω «πληγώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατατιτρώσκῃ — κατατιτρώσκω wound pres subj mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres ind mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσει — κατατιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg (epic) κατατιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg κατατιτρώσκω wound fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσω — κατατιτρώσκω wound aor subj act 1st sg κατατιτρώσκω wound fut ind act 1st sg κατατιτρώσκω wound aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσῃ — κατατιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg κατατιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg κατατιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατέτρωσθε — κατατιτρώσκω wound perf imperat mp 2nd pl κατατιτρώσκω wound perf ind mp 2nd pl κατατιτρώσκω wound plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετρωμένον — κατατιτρώσκω wound perf part mp masc acc sg κατατιτρώσκω wound perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετρωμένων — κατατιτρώσκω wound perf part mp fem gen pl κατατιτρώσκω wound perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρωσκόντων — κατατιτρώσκω wound pres part act masc/neut gen pl κατατιτρώσκω wound pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρώσκει — κατατιτρώσκω wound pres ind mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρώσκουσι — κατατιτρώσκω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατιτρώσκω wound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”